- ὑπηνήτῃ
- ὑπηνήτηςone that is just getting a beardmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπηνήτηι — ὑπηνήτῃ , ὑπηνήτης one that is just getting a beard masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπηνήτης — ὁ, Α 1. εκείνος που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει γένεια, πωγωνοφόρος («ὑπηνήτην τράγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπήνη + κατάλ. της*] … Dictionary of Greek